- πετασμός
- πετ-ασμός, ὁ,A spreading out, Al.Nu.23.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πετασμός — ὁ, ΜΑ [πετάννυμι] 1. η έκταση, το άπλωμα 2. η πτήση, το πέταγμα … Dictionary of Greek
πετασμοῖς — πετασμός spreading out masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετασμούς — πετασμός spreading out masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτασις — άσεως, ἡ, Μ [πετάννυμι] ο πετασμός* … Dictionary of Greek